προσωποπαγής

προσωποπαγής
ης, ες неотделимый от личности; сугубо личный; не передаваемый другому лицу;

προσωποπαγή δικαιώματα — неотъемлемые права;

προσωποπαγής πελατεία — личная клиентура;

προσωποπαγές κόμμα — партия, которая держится на авторитете своего лидера


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προσωποπαγής" в других словарях:

  • προσωποπαγής — ές, Ν αυτός που συνυπάρχει με ένα πρόσωπο κατά αδιάσπαστο τρόπο (α. «προσωποπαγή δικαιώματα» τα δικαιώματα που δεν μπορούν να μεταβιβαστούν σε άλλο πρόσωπο β. «προσωποπαγές κόμμα» το κόμμα που υπάρχει όχι χάρη στην κοινή ιδεολογία τών οπαδών του …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • σταυροπαγής — ές, Μ σταυρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι*), πρβλ. προσωποπαγής] …   Dictionary of Greek

  • ηθική βλάβη — (Νομ.). Η βλάβη που δημιουργείται με τη διατάραξη του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου από τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Το δίκαιο καλύπτει την η.β. και προβλέπει τη χρηματική ικανοποίησή της υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με τις διατάξεις του …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»